αμαντάνιστος

αμαντάνιστος
-η, -ο [μαντανίζω]
(για μάλλινα υφάσματα) αυτός που δεν τόν κατεργάστηκαν στο νερό με το μαντάνι, δηλαδή το μηχάνημα νεροτριβής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”